στέρεμα

στέρεμα
και στείρεμα, το, Ν [στερεύω]
(σχετικά με πηγή ή ποταμό ή λίμνη) διακοπή ροής, σταμάτημα ροής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στέρεμα — το διακοπή ροής, αποξήρανση: Το στέρεμα της πηγής αυτής δημιούργησε πολλά προβλήματα στο χωριό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στέρεψη — (I) η, Ν [στερεύω] στέρεμα. (II) η, Ν [στερώ] στέρηση …   Dictionary of Greek

  • στείρευμα — το, Ν βλ. στέρεμα …   Dictionary of Greek

  • στείρευση — η, Ν [στεφεύω] παύση ροής, στέρεμα …   Dictionary of Greek

  • στερέμνιος — ία, ον, ΜΑ, θηλ. και στερέμνιος Α στερεός, σκληρός («στερεμνιωτέρα τροφή», Κλήμ. Αλ.) μσν. το θηλ. ως ουσ. ἡ στερεμνία στερεότητα, σταθερότητα αρχ. 1. σταθερός 2. μτφ. ισχυρός, δυνατός 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ στερέμνια α) οι στερεές… …   Dictionary of Greek

  • στερεμός — ο, Ν [στερεύω] 1. στέρεμα 2. στέρηση 3. αποστέρηση προσώπου, χωρισμός («δεν νταγιαντώ, δεν νταγιαντώ τον εδικό σου στερεμό», δημ. τραγούδι) …   Dictionary of Greek

  • στείρευμα — στείρευμα, το και στέρεμα, το αποξήρανση πηγής, σταμάτημα ροής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”